- πεταρίζω
- 1. φτερουγίζω, πετώ χωρίς απόλυτη σταθερότητα2. (για βρέφη) αρχίζω να βαδίζω3. φρ. «πεταρίζει η καρδιά μου» — σκιρτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετώ, κατά το λαχταρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταρίζω — πεταρίζω, πετάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεταρίζω — πετάρισα, πετώ αδέξια, δοκιμάζω να πετάξω: Τα μικρά των πελαργών άρχισαν να πεταρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετάρισμα — το, Ν [πεταρίζω] 1. το ασταθές πέταγμα τών νεοσσών 2. το σκίρτημα τής καρδιάς … Dictionary of Greek
πεταρούδι — το, Ν 1. μικρό πουλί, νεοσσός που δοκιμάζει να πετάξει 2. το παιδάκι που αρχίζει να περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταρίζω + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. ξεπεταρ ούδι] … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek